ἐξέθλιψα

ἐξέθλιψα
ἐξέθλῑψα , ἐκθλίβω
squeeze out
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκθλίβω — έκθλιψα και εξέθλιψα, εκθλίφτηκα, εκθλιμμένος 1. (για καρπούς), στίβω, ξεζουμίζω: Στο ελαιοτριβείο εκθλίβομε ελιές. 2. (γραμμ.), αποβάλλω το τελικό φωνήεν λέξης πριν από το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης: Εκθλίφτηκε το ε στη φράση «σ αυτόν» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”